- χαλίσικος
- -η, -ο, Ν(διαλ. τ.)1. καθαρός, γνήσιος2. αυτός που έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού στον οποίο αναφέρεται (α. «χαλίσικος ταβερνιάρης» β. «χαλίσικος κλέφτης»).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.